αλαφροπάτητος

αλαφροπάτητος
-η, -ο [αλαφροπατώ]
ο αλαφροπάτης* («το πόδι αλαφροπάτητο σαν τρυφερούλι ελάφι», Ρίτσος)
πρβλ. και αλαφροπόδαρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”